Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τέκτονας ο [téktonas] Ο5 : ο οπαδός του τεκτονισμού· ελεύθερος τέκτονας, μασόνος.
[λόγ. < αρχ. τέκτων, αιτ. -ονα `ξυλουργός, τεχνίτης΄ σημδ. ιταλ. massone (αρχική σημ.: `χτίστης΄) < γαλλ. maçon < αγγλ. mason (κατά τη διπλή σημ. του αρχ. τεκτονικός, δες στο τεκτονικός 1)]