Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τάφρος η [táfros] Ο35 & τάφρος ο [táfros] Ο18 : 1. τεχνητό μακρόστενο άνοιγμα στο έδαφος με αρκετό βάθος και πλάτος, μεγάλο χαντάκι: Mπροστά από τα τείχη άνοιγαν τάφρους, για να εμποδίζουν τους εχθρούς να τα πλησιάζουν. Συνεργεία άνοιξαν τάφρους, για να περάσουν τους αποχετευτικούς αγωγούς. Aρδευτική ~. 2. θαλάσσιο ρήγμα που εκτείνεται σε βάθος μεγαλύτερο από 7000 μέτρα.
[λόγ. < αρχ. τάφρος ἡ· μεταπλ. κα τά τα άλλα αρσ. σε -ος (πρβ. μσν. ο τράφος < η τάφρος με μετάθ. του [r] )]