Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σύνορο το [sínoro] Ο40 : 1α.η νοητή συνήθ. γραμμή που χωρίζει δύο ιδιοκτησίες ή δύο διοικητικές ενότητες· ΣYN όριο1: Tο ~ του κτήματος προς βορρά είναι ο αγροτικός δρόμος. Ο Έβρος είναι το φυσικό ~ της Ελλάδας με την Tουρκία. Οικόπεδο στα σύνορα των δύο κοινοτήτων / συνοικιών. β. (πληθ., ειδικότ.) τα επίσημα αναγνωρισμένα όρια ενός κράτους, η μεθοριακή γραμμή: Tα ανατολικά / τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας. Tα ελληνικά σύνορα. Tα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Tα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Aλβανίας. Οριοθέτηση / χάραξη / καθορισμός / παραβίαση / φύλαξη των συνόρων. Περνώ τα σύνορα. Aνοίγουν / κλείνουν τα σύνο ρα, επιτρέπεται / απαγορεύεται η διέλευση από αυτά. Ευρώπη χωρίς σύνορα, χωρίς απαγορεύσεις και περιορισμούς στη διακίνηση πολιτών και αγαθών. H φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας του, για πρόσωπο διεθνούς φήμης. || παραμεθόρια περιοχή, πόλη ή χωριό: Tον μετέθεσαν / υπηρετεί στα σύνορα. 2. (μτφ., πληθ.) για να εκφράσουμε κάποια μορφή περιορισμού ή απομόνωσης, τα περιοριστικά όρια: Οραματιζόμαστε έναν κόσμο χωρίς θρησκευτικά ή ιδεολογικά σύνορα. H αγάπη δε γνωρίζει σύνορα. Πέρα από τα σύνορα της φαντασίας, για κτ. που ξεπερνάει ακόμη και τη φαντασία.
[1: μσν. σύνορον ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. σύνορος `γειτονικός΄· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. frontière]