Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σύνθετος -η -ο [sínθetos] Ε5 : 1.που αποτελείται από δύο ή περισσότερα απλά στοιχεία τα οποία ενώνονται οργανικά μεταξύ τους. ANT απλόςI1α: Tο περιβάλλον είναι μία σύνθετη έννοια. Σύνθετη λέξη, που γίνεται από δύο άλλες λέξεις, πρωτότυπες ή παράγωγες, με την ένωση των θεμάτων τους. Σύνθετη πρόταση, που έχει περισσότερα από ένα υποκείμενα ή κατηγορούμενα. ~ συλλογισμός, που αποτελείται από πολλούς απλούς συλλογισμούς. ~ αριθμός, φυσικός αριθμός που έχει διαιρέτες. Σύνθετο κλάσμα, του οποίου ο αριθμητής ή ο παρονομαστής ή και οι δύο είναι κλάσμα τα. ~ τόκος, ανατοκισμός. ~ (αρχιτεκτονικός) ρυθμός, που περιέχει στοιχεία ιωνικά και κορινθιακά. Σύνθετα αγωνίσματα, ομάδα αγωνισμάτων, όχι υποχρεωτικά της ίδιας κατηγορίας, στα οποία αγωνίζεται ένας αθλητής, όπως π.χ. το αρχαίο πένταθλο και το σύγχρονο δέκαθλο. || πολύπλο κος: H ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας είναι ένα σύνθετο πρόβλημα. 2. (ως ουσ.) το σύνθετο: α. σύνθετη λέξη: Xαλαρά* σύνθετα. Παρατακτι κά / προσδιοριστικά / κτητικά / αντικειμενικά σύνθετα. Ο τονισμός των συνθέτων. β. (πληθ.) κατηγορία φυτών που ανήκουν στα συμπέταλα. γ. έπιπλο για πολλαπλές χρήσεις, που το τοποθετούν συνήθ. στο σαλόνι. δ. σύνθετο αγώνισμα.
[λόγ.: 1: αρχ. σύνθετος & σημδ. γαλλ. composé & αγγλ. compound· 2α: αρχ. σημ· 2β: σημδ. γαλλ. composées ή αγγλ. composites· 2δ: σημδ. γαλλ. combiné· 2γ: σημδ.(;)]
- συνθετότητα η [sinθetótita] Ο28 : η ιδιότητα του σύνθετου· πολυπλοκότη τα: H ~ των κοινωνικών προβλημάτων.
[λόγ. σύνθετ(ος)1 -ότης > -ότητα]
- συνθέτω [sinθéto] -ομαι, συντίθεμαι [sindíθeme] Ρ αόρ. συνέθεσα και (προφ.) σύνθεσα, απαρέμφ. συνθέσει, παθ. συντίθεμαι, συντίθεσαι, συντί θεται, συντιθέμεθα, συντίθεστε, συντίθενται, και (προφ.) συνθέτομαι, αόρ. συντέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συνετέθη, συνετέθησαν, απαρέμφ. συντεθεί, μππ. συνθεμένος και συντεθειμένος* : 1.συγκεντρώνω μεμονωμένα στοιχεία και απαρτίζω ένα οργανωμένο σύνολο: Tα άτομα συνθέτουν τις κοινωνίες. Ο νους συνθέτει και αναλύει τις έννοιες. Tα πολιτικά, τα κοινωνικά και τα οικολογικά προβλήματα συνθέτουν την ελληνική πραγματικότητα. Tυπικά στοιχεία από τα οποία συντίθεται η προφορική ποίη ση. (απαρχ. έκφρ.) (κτ. διαλύεται) εις τα εξ ων συνετέθη, για πλήρη διάλυ ση, αποσύνθεση. 2α. γρά φω ένα μουσικό έργο: Ο Mπετόβεν έχει συνθέσει εννέα συμφωνίες. β. γράφω ένα λογοτεχνικό έργο, κυρίως ποιητικό, που αποτελείται από δύο ή περισσότερα μέρη: Ο Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους».
[λόγ. < αρχ. συντίθημι μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω· λόγ. < αρχ. συντίθεμαι]