Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σύνεση η [sínesi] Ο33 : η ιδιότητα του συνετού, του ανθρώπου που σκέπτεται και ενεργεί με λογική και με αυτοσυγκράτηση· σωφροσύνη: Aντιμετωπίζει με πολλή ~ τα οικονομικά προβλήματα της επιχείρησής του. Ο λαός επέδειξε ~ και απέφυγε τις βίαιες αντιδράσεις.
[λόγ. < αρχ. σύ νε(σις) -ση]