Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σύμπραξη η [símbraksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συμπράτ τω, συνεργασία προσώπων ή παραγόντων σε κάποια δραστηριότητα ή λειτουργία: Aποφασίστηκε η εκλογική ~ των κομμάτων της αντιπολίτευσης. H αντίληψη σχηματίζεται με τη ~ της αίσθησης, της μνήμης και της κρίσης. || συμμετοχή καλλιτέχνη σε παράσταση ή εκδήλωση που πραγματοποιείται από ένα σύνολο, στο οποίο δεν ανήκει οργανικά.
[λόγ. < ελνστ. σύμπραξις `βοήθεια΄ (-σις > -ση)]