Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σύμβουλος ο [símvulos] Ο19 θηλ. σύμβουλος [símvulos] Ο36 : I1α.ειδικός σε έναν επιστημονικό ή καλλιτεχνικό τομέα, που προσφέρει, με αμοι βή, τις συμβουλές του για θέματα που αφορούν πρόσωπα, οργανισμούς, εταιρείες κτλ.: Επιστημονικός / καλλιτεχνικός ~. Nομικός / τεχνικός ~. ~ επιχειρήσεων. Διευθύνων ~ εταιρείας. Ο ~ του πρωθυπουργού σε θέματα ασφαλείας. β. αυτός που συστηματικά συμβουλεύει κπ.: Ο δάσκαλος είναι ~ και φίλος του νέου. || για κτ. που επηρεάζει θετικά ή αρνητι κά τις αποφάσεις κάποιου ατόμου: Ο θυμός είναι κακός ~. 2. μέλος συμβουλίου: Δημοτικός / εκπαιδευτικός ~. ~ Επικρατείας, τακτικό μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας. II. εγχειρίδιο με εκλαϊκευμένες γνώσεις και με πρακτικές συμβουλές: Ο ~ της υγείας / της οικογένειας / του κηπουρού.
[λόγ. < αρχ. σύμβουλος `που δίνει συμβουλές΄ & σημδ. γαλλ. conseiller· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]