Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σύμβολο το [símvolo] Ο40 : 1.αντικείμενο, έμψυχο ον ή αισθητό σημείο, που λόγω της μορφής ή της φύσης του συνδέεται συνειρμικά με μια αφηρημένη συνήθ. έννοια, π.χ. ιδέα, ιδιότητα, κατάσταση κτλ., και με το οποίο παριστάνουμε αυτή την έννοια: H σημαία είναι το ~ της πατρίδας. Ο σταυρός είναι το ιερό ~ του χριστιανισμού. Tο περιστέρι είναι το ~ της ειρήνης. Tο πράσινο χρώμα είναι το ~ της ελπίδας. Εθνικά / θρησκευτικά / μαγικά σύμβολα. || πρόσωπο που ενσαρκώνει μια ιδέα: Tο όνομα του Iούδα είναι το ~ της προδοσίας. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι το ~ της ορθοδοξίας. H Mονρόε ήταν το ~ του σεξ. 2. συμβατική γραφική παράσταση εννοιών από τον τομέα της ανθρώπινης γνώσης ή δραστηριότητας: Mαθηματικά / αστρονομικά σύμβολα. Xημικό ~, συντομογραφία που αποτελείται από ένα ή δύο γράμματα του λατινικού αλφαβήτου και που παριστάνει ένα χημικό στοιχείο. Tο ““m”” είναι το ~ της μάζας. Tο “+” είναι το ~ της πρόσθεσης. Οι λέξεις είναι γλωσσικά σύμβολα. 3. (θεολ.) Tο Σύμβολο της Πίστεως, σύντομο κείμενο που αποτελείται από δώδεκα άρθρα και στο οποίο διατυπώνονται τα βασικά δόγματα της χριστιανικής θρησκείας· το Πιστεύω.
[λόγ.: 1: αρχ. σύμβολον `τεκμήριο, σημάδι αναγνώρισης΄ & σημδ. γαλλ. symbole < λατ. symbolum < αρχ. σύμβολον· 2: σημδ. γαλλ. symbole· 3: με βάση τη μσν. σημ.: `άρθρο πίστης΄]