Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σόι
3 εγγραφές [1 - 3]
σόι το [sói] Ο45 : 1. σύνολο ανθρώπων με συγγενικούς δεσμούς αίματος ή αγχιστείας· οι συγγενείς: Έχει μεγάλο ~. Kάλεσε όλο του το ~. Kάθε Xριστούγεννα μαζεύεται όλο μας το ~. ΦΡ ~ πάει το βασίλειο*. 2. σύνολο ανθρώπων με κοινή καταγωγή· γενιά: Άνθρωπος από παλιό και αρχοντι κό ~. Kρατάει από ~ δασκάλων. || η καλή, η ευγενική καταγωγή: Πήρε γυναίκα από ~. (έκφρ.) δεν είναι ~, για πρόσωπο ή πράγμα χωρίς αξία, ευτελές. τι ~…, τι είδους, τι ποιότητας: ~ άνθρωπος είναι; || (μειωτ.): ~ κουβέντες είναι αυτές; 3. (προφ.) για ζώα και φυτά, η ράτσα, η ποικιλία, το είδος: Άλογο από ιρλανδέζικο ~. Οι τριανταφυλλιές που φύτεψα είναι καλό ~.

[τουρκ. soy]

σοϊλής ο [soilís] Ο8 θηλ. σοϊλού [soilú] Ο37 : (προφ.) αυτός που έχει ευγε νική καταγωγή, που κατάγεται από καλό, ευγενικό σόι.

[τουρκ. soy(lu) -λής· σοϊλ(ής) -ού]

σοϊλίδικος -η -ο [soilíδikos] Ε5 : (οικ.) για ζώο ή για φυτό που είναι από εκλεκτή ράτσα, από εκλεκτή ποικιλία.

[σοϊλ(ής) -ίδικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες