Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σωφρονίζω [sofronízo] -ομαι Ρ2.1 : βελτιώνω τη διαγωγή ατόμου που έχει υποπέσει σε παράπτωμα ή αδίκημα, με τα κατάλληλα μέσα, κυρίως με ποινές.
[λόγ. < αρχ. σωφρονίζω]