Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σωσίβιο το [sosívio] Ο42 : 1.συσκευή που έχει την ιδιότητα να επιπλέει, από αδιάβροχο υλικό όπως π.χ. από φελό, φουσκωμένο λάστιχο κτλ. και με διάφορες μορφές, π.χ. σαν στεφάνι ή σαν γιλέκο και που χρησιμοποιείται συνήθ. από ναυαγούς: Ρίχνω σε κπ. το ~. Φοράω το ~. || λαστιχένια ή πλαστική κουλούρα που φορούν στη θάλασσα όσοι δεν ξέρουν κολύμπι. 2. (μτφ.) για κτ. ή για κπ. που μπορεί να δώσει τη σωτήρια λύση σε μια πολύ δύσκολη περίσταση· ΣYN ΦΡ σανίδα σωτηρίας. 3. (ειρ.) συσσώρευση λίπους γύρω από τη μέση του αντρικού σώματος.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. σωσίβιος]
- σωσίβιος -α -ο [sosívios] Ε6 : σωσίβια λέμβος, βάρκα που είναι κατάλληλα εξοπλισμένη για τη διάσωση ναυαγών και που υπάρχει υποχρεωτικά σε κάθε πλοίο. || (ως ουσ.) το σωσίβιο*.
[λόγ. σωσι- (θ. του σώζω) + βίος]