Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σωσίας ο [sosías] Ο3 θηλ. σωσίας [sosías] : άνθρωπος που έχει πάρα πολύ μεγάλη ομοιότητα με κπ. άλλο: Είναι (ο) ~ μου.
[λόγ. < λατ. Sosias υπηρέτης στην κωμωδία Amphitryon του Πλαύτου < αρχ. σῳσ- (σῴζω) -ίας, κατά το γαλλ. sosie < Sosie, όν. υπηρέτη στον Aμφιτρύωνα του Μολιέρου (< λατ. Sosias)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]