Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκίσιμο το [skísimo] & σχίσιμο το [s
ísimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκίζω: Aυτά τα χαρτιά είναι άχρηστα· θέλουν ~. Είχε ένα ~ στο μανίκι / στο φρύδι. [σκισ- (σκίζω), σχισ- (σχίζω)-ιμο]