Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκίνος ο [skínos] & σχίνος ο [s
ínos] Ο18 : (βοτ.) το σκίνο. [αρχ. σχοῖνος με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] · λόγ. < αρχ. σχοῖνος (ορθογρ. κατά το σχῖνος ἡ `μαστιχόδεντρο΄)]