Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σφηνοειδής -ής -ές [sfinoiδís] Ε10 : α.που έχει το σχήμα σφήνας. || (γλωσσ.) ~ γραφή και ως ουσ. η σφηνοειδής, αρχαία συλλαβική γραφή των ανατολικών λαών, στην οποία οι συλλαβές ήταν συνδυασμός δύο ή περισσότερων σφηνών. β. που καταλήγει σε αιχμή. || (ανατ.) σφηνοειδές οστό και ως ουσ. το σφηνοειδές, οστό που βρίσκεται στη βάση του κρανίου, ανάμεσα στο ινιακό και στο ηθμοειδές.
[λόγ. < ελνστ. σφηνοειδής `σε σχήμα σφήνας΄ & σημδ.: α: γαλλ. cunéiforme· β: γαλλ. sphénoide < ελνστ. σφηνοειδής]