Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σφίγγω [sfíŋgo] -ομαι Ρ έσφιξα, απαρέμφ. σφίξει, παθ. αόρ. σφίχτηκα, απαρέμφ. σφιχτεί, μππ. σφιγμένος : I1α.κρατώ κπ. ή κτ. με δύναμη: ~ την τσάντα / το μολύβι στο χέρι μου. Tου έσφιξε το λαιμό με τα δυο του χέρια και τον έπνιξε. Tον έσφιξε στην αγκαλιά του, τον αγκάλιασε θερμά. Tου έσφιξα το χέρι, τον χαιρέτησα θερμά και ως έκφραση, του εξέφρασα με λόγια τα φιλικά μου αισθήματα. β. για ρούχο, παπούτσι κτλ. που είναι στενό και πιέζει ενοχλητικά αυτόν που το φοράει: H φούστα με σφίγγει στη μέση / μού σφίγγει τη μέση. Mε σφίγγει το παπούτσι, με στενεύει. 2. δένω κτ. τραβώντας τις δύο άκρες του πολύ στερεά: α. ώστε να μην μπορεί να λυθεί: ~ τα κορδόνια των παπουτσιών. ~ τον κόμπο / τη θηλιά. ΦΡ ~ τα λουριά* κάποιου. ~ το λουρί* (μου). ~ τα γκέμια*. β. ώστε να περιορίσει τον όγκο του σώματος που περιβάλλει: ~ τη ζώνη μου. ΦΡ ~ το ζωνάρι* μου. || (παθ.) φορώ κτ. πολύ στενό για να περιορίσω τις διαστάσεις μου: Σφίγγεται για να μη φαίνεται η κοιλιά της. 3α. συνδέω με τους κατάλληλους χειρισμούς τα κινητά τμήματα μιας κατασκευής, για να εφαρμόσουν καλά: ~ τη βρύση για να μην τρέχει. || Δεν έσφιξε καλά η βίδα. || Έσφιξε η πόρτα / το συρτάρι, δεν ανοίγει εύκολα εξαιτίας κάποιας μετατόπισης ή αλλαγής των διαστάσεών του. β. για μέλη ή μέρη του σώματος που τα συσπώ και τα κλείνω εντελώς, όταν προσπαθώ να εμποδίσω την εκδήλωση κάποιου δυσάρεστου αισθήματος ή συναισθήματος: Έσφιξε τα χείλη / τα δόντια από τον πόνο / την οργή. Έσφιξε το στόμα του για να μη μιλήσει. ΦΡ σφίγγεται η καρδιά μου, δοκιμάζω ένα πολύ δυσάρεστο συναίσθημα που με πιέζει ψυχικά. ~ την καρδιά μου, κατανικώ κάποιο συναίσθημά μου: Σφίξε την καρδιά σου και αποχαιρέτησέ τον. γ. (παθ.) συσπώ τους μυς του σώματός μου στην προσπάθειά μου να διευκολύνω κάποια σωματική λειτουργία: Σφίγγεται για να ενεργηθεί. 4α. για κτ. αραιό που πήζει, συνήθ. με το βράσιμο: Έσφιξε το αυγό / η σάλτσα. β. για χαλαρούς ιστούς ή ίνες που γίνονται συνεκτικότεροι: Mε τις ασκήσεις σφίγγει το πλαδαρό σώμα. || κάνω κτ. πιο πηχτό ή πιο συνεκτικό: Tο κρύο σφίγγει τους πόρους του σώματος. II. (μτφ.) 1. για κτ. δυσάρεστο που αποκτά όλο και μεγαλύτερη ένταση: Έσφιξαν τα κρύα / οι ζέστες. Έσφιξαν τα πράγματα, η κατάσταση έγινε πιο δύσκολη. Σφίγγει ο κλοιός. (έκφρ.) και πού να σφίξουν οι ζέστες!, για συμπεριφορά αλλοπρόσαλλη και παράξενη. 2α. προσπαθώ να επιβάλω σε κπ. κτ., τον πιέζω: Πρέπει να τον σφίξεις λίγο, για να διαβάσει. β. (παθ.) κάνω μεγάλη προσπάθεια για να ανταποκριθώ σε κάποια υποχρέωσή μου: Σφίχτηκε πολύ για να ξοφλήσει το χρέος του. Πλησίασε ο καιρός των εξετάσεων και πρέπει να σφιχτούμε για να προλάβουμε. 3. (μππ.) για κπ. που δε θέλει να εκδηλωθεί ελεύθερα, που είναι πολύ επιφυλακτικός: Ήταν πολύ σφιγμένος.
[αρχ. σφίγγω]