Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συσσωρευτής ο [sisoreftís] Ο7 : (ηλεκτρολ.) συσκευή που αποθηκεύει ενέργεια την οποία αποδίδει σε έναν επιθυμητό χρόνο: Hλεκτρικός ~, μπαταρία. Θερμικός ~, θερμοσυσσωρευτής.
[λόγ. συσσωρεύ(ω) -τής μτφρδ. γαλλ. accumulateur & αγγλ. accumulator]