Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συσσίτιο το [sisítio] Ο40 : φαγητό που ετοιμάζεται σε μεγάλες ποσότητες και μοιράζεται σε άτομα που ζουν ομαδικά ή που ανήκουν στην ίδια κατηγορία: Στρατιωτικό ~, που μοιράζεται στους στρατιώτες. Οργάνωση συσσιτίων για τους απόρους. Mαθητικά συσσίτια.
[λόγ. < αρχ. συσσίτιον]