Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συρραφή η [sirafí] Ο29 : 1.(λόγ.) ένωση κομματιών υφάσματος, δέρματος ή άλλου υλικού με ράψιμο. 2. (μτφ.) η συγκέντρωση αποσπασμάτων ή στοιχείων από διάφορα συγγράμματα ή από άλλες πηγές και η συνένωσή τους, χωρίς να προηγηθεί δημιουργική επεξεργασία: Tα συγγράμματά του είναι μια ~ παλαιότερων έργων, τα οποία κυριολεκτικά λεηλάτησε.
[λόγ. < αρχ. συρραφή (στη σημ. 1)]