Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συρρέω [siréo] Ρ αόρ. συνέρρευσα, απαρέμφ. συρρεύσει : 1.για ανθρώπους που, παρακινημένοι από κάτι ενδιαφέρον, κινούνται από διαφορετικές κατευθύνσεις και συγκεντρώνονται σε ένα χώρο: Xιλιάδες λαού συνέρευσαν στο αεροδρόμιο για να υποδεχτούν τον πρωθυπουργό. Πλήθος επισκεπτών συρρέουν καθημερινά στη Διεθνή Έκθεση. || Οι θεατές συρρέουν στις παραστάσεις του θιάσου, για πολύ μεγάλη συμμετοχή. 2. για νερά που συναντιούνται και χύνονται στο ίδιο μέρος.
[λόγ. < αρχ. συρρέω]