Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συντηρώ
1 εγγραφή
συντηρώ [sindiró] -ούμαι Ρ10.9 : 1.προστατεύω κτ. από τη φθορά ή από την αλλοίωση και το διατηρώ στην κατάσταση που βρισκόταν αρχικά: Tα κτίρια, όταν δε συντηρούνται, καταστρέφονται γρήγορα. Tα τρόφιμα συντηρούνται με κατάψυξη, με αφυδάτωση ή με κονσερβοποίηση. || (ειδικότ., για μνημεία ή έργα τέχνης) επισκευάζω κτ., αποκαθιστώντας τις φθορές και τις ζημίες που έχει επιφέρει ο χρόνος. 2. εξασφαλίζω σε κπ. τα απαραίτητα υλικά μέσα για να ζήσει· τρέφωII1: Έχει να συντηρήσει μία πολυμελή οικογένεια. Πώς να συντηρηθούν τόσα άτομα με ένα μισθό! || Tα ενδιαφέροντα και η δράση συντηρούν ψυχικά τον άνθρωπο. 3. (μτφ.) εφαρμόζω μέτρα ή κινώ μηχανισμούς που διατηρούν μια κατάσταση ή μια νοοτροπία, συνήθ. επιζήμια: Ο τύπος με τα δημοσιεύματά του συντη ρεί την αβεβαιότητα στην αγορά / το κλίμα του ρατσισμού.

[λόγ.: 1: αρχ. συντηρῶ `διατηρώ΄ & σημδ. γαλλ. conserver· 2: σημδ. αγγλ. keep· 3: κατά τη σημ. του συντηρητισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες