Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συντεχνία η [sindexnía] Ο25 : 1.επαγγελματική οργάνωση κλειστή και αυτοδιοικούμενη, που αναπτύχθηκε στη Δυτική Ευρώπη κατά το Mεσαίωνα. || καταχρηστικά, για επαγγελματική οργάνωση. 2. (μειωτ.) οργανωμένη ομάδα με κοινά, επαγγελματικά κυρίως συμφέροντα, που επιδιώκει συστηματικά την εξυπηρέτησή τους, με έναν τρόπο που έρχεται σε αντίθεση με το δημόσιο αίσθημα: H ~ των γιατρών / των μηχανικών / των ποιητών / των καλλιτεχνών.
[λόγ. < ελνστ. συντεχνία]
- συντεχνιακός -ή -ό [sindexniakós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τη συντεχνία: Συντεχνιακές οργανώσεις. 2. (μειωτ.) που έχει σχέση με τη στενή επαγγελματική αντιμετώπιση κάποιου θέματος: H συντεχνιακή αντίληψη των προβλημάτων του κλάδου. Συντεχνιακά συμφέροντα.
συντεχνιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. συντεχνί(α) -ακός]