Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συντελῶ
1 εγγραφή
συντελώ [sindeló] -ούμαι Ρ10.10 αόρ. και συνετέλεσα, απαρέμφ. συντελέσει, μππ. συντελεσμένος* : I.(ενεργ.) με τη δράση ή με την επίδρασή μου, που συνδυάζεται με εκείνη των άλλων ατόμων ή παραγόντων, οδη γώ μια διαδικασία σε ένα θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα· συμβάλλω2: Εκτός από τη μελέτη, στην επιτυχία μου έχουν συντελέσει πολύ και οι καθηγητές μου. Ο τουρισμός συνετέλεσε αποφασιστικά στην αύξηση του εισοδήματος των νησιωτών. Πολλοί είναι οι παράγοντες που συντελούν στην αύξηση της εγκληματικότητας. II. (παθ.) στο γ' πρόσ. α. (στον ενεστ.) για κτ. που βρίσκεται σε εξέλιξη: Aυτή την περίοδο συντελείται στην παιδεία ένα μεγάλο μεταρρυθμιστικό έργο. β. (στο αορ. θ.) για κτ. που έχει ολοκληρωθεί, συμπληρωθεί: H μόλυνση του περιβάλλοντος είναι ένα έγκλημα που έχει ήδη συντελεστεί.

[λόγ.: Ι: αρχ. συντελῶ `φέρνω σε πέρας, συμπληρώνω΄ & σημδ. γαλλ. contribuer· ΙΙ: σημδ. γαλλ. s΄accomplir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες