Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συντάσσω [sindáso] -ομαι Ρ αόρ. συνέταξα και (προφ.) σύνταξα, απαρέμφ. συντάξει, παθ. αόρ. συντάχτηκα και συντάχθηκα, απαρέμφ. συνταχτεί και συνταχθεί, μππ. συνταγμένος και συντεταγμένος* : I1.διατυπώνω κτ. γραπτά, και ειδικότερα για επίσημο έγγραφο ή για συγγραφή κειμένου που είναι αποτέλεσμα οργάνωσης και σύνθεσης δεδομένων στοιχείων: Ο ανακριτής θα συντάξει το πόρισμα. Tο λεξικό συντάσσεται από ομάδα λεξικογράφων. H επιστολή είναι συνταγμένη σε οξύ ύφος. 2. (γραμμ.) τοποθετώ στην κατάλληλη σειρά τα τυπικά στοιχεία του λόγου, σύμφωνα με τους κανόνες της γλώσσας: Tο ρήμα “προηγούμαι” μπορούμε να το συντάξουμε με γενική ή με εμπρόθετη αιτιατική. H πρόθεση “υπό” συντάσσεται με γενική. || κάνω συντακτική ανάλυση μιας πρότασης. II1. παρατάσσω, τοποθετώ στρατιώτες σε παράταξη μάχης: ~ σε πυκνές φάλαγγες. || βάζω στη γραμμή φαντάρους ή μαθητές: Συνταχθείτε κατά τετράδες. 2. (μτφ., παθ.) τάσσομαι μαζί με άλλους με τη γνώμη ή με το μέρος κάποιου: H πλειοψηφία των βουλευτών έχει συνταχθεί με την άποψη του εισηγητή.
[λόγ.: I1: ελνστ. συντάσσω `συγγράφω΄· 2: ελνστ. συντάσσομαι· II1: αρχ. συντάσσω· II2: σημδ. γαλλ. se ranger]