Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνομοσπονδία η [sinomosponδía] Ο25 : 1.ένωση συνδικαλιστικών οργανώσεων: Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος. 2. (πολ.) χαλαρή μορφή ομοσπονδίας κρατών, κατά την οποία τα κράτη που συμμετέχουν διατηρούν την ανεξαρτησία και την κυριαρχία τους.
[λόγ. συν- ομοσπονδία μτφρδ. γαλλ. confédération]
- συνομοσπονδιακός -ή -ό [sinomosponδiakós] Ε1 : που έχει σχέση με τη συνομοσπονδία: Συνομοσπονδιακές ενώσεις.
[λόγ. συνομοσπονδί(α) -ακός]