Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνιδιοκτήτης ο [siniδioktítis] Ο10 θηλ. συνιδιοκτήτρια [siniδioktítria] Ο27 : ο καθένας από τους ιδιοκτήτες ενός πράγματος, συνήθ. ακινήτου: Οι συνιδιοκτήτες της πολυκατοικίας. Είναι ~ του αυτοκινήτου (μαζί) με τη σύζυγό του.
[λόγ. συν- ιδιοκτήτης μτφρδ. γαλλ. copropriétaire· λόγ. συνιδιοκτή(της) -τρια]