Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνθλίβω [sinθlívo] -ομαι Ρ αόρ. συνέθλιψα και (προφ.) σύνθλιψα, απαρέμφ. συνθλίψει, παθ. αόρ. συνθλίφτηκα, απαρέμφ. συνθλιφτεί και συνθλιβεί : 1.ασκώ σε κπ. ή σε κτ. πολύ μεγάλη πίεση, έτσι ώστε να το πολτο ποιώ ή να το μετατρέπω σε άμορφη μάζα: Οι ελιές συνθλίβονται για να βγάλουν το λάδι. Tο φορτηγό ανατράπηκε και συνέθλιψε δύο εργάτες. || (τεχν.) συμπιέζω ένα υλικό, με αποτέλεσμα να προκαλώ σε αυτό μόνιμες παραμορφώσεις. 2. (μτφ.) ασκώ σε κπ. καταναγκασμό ή καταπίεση που τον εξουθενώνει ψυχικά: H προσωπικότητά του συνθλίβεται μέσα στο καταπιεστικό περιβάλλον της κοινωνίας.
[λόγ. < αρχ. συνθλίβω]