Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεταιρισμός
1 εγγραφή
συνεταιρισμός ο [sineterizmós] Ο17 : ένωση προσώπων στην οποία ο αριθμός των μελών και το ύψος του κεφαλαίου δεν είναι σταθερά και η οποία έχει ως σκοπό τη συνεργασία των μελών της για την προαγωγή των οικονομικών συμφερόντων τους: Παραγωγικός ~, που συγκεντρώνει την παραγωγή των μελών και αναλαμβάνει τη μεταποίησή της. Kαταναλωτικός ~, για την παροχή αγαθών στα μέλη του, σε χαμηλές τιμές. Aγροτικός / αλιευτικός / οικοδομικός ~.

[λόγ. συνεταίρ(ος) -ισμός μτφρδ. γαλλ. association & συν. coopération]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες