Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνεργάτης ο [sinerγátis] Ο10 θηλ. συνεργάτρια [sinerγátria] Ο27 & συνεργάτιδα [sinerγátiδa] Ο28 : αυτός που συνεργάζεται με άλλον ή με άλλους: α. σε μια οικονομική επιχείρηση: Είναι συνέταιρος και ~ μου. β. σε ένα επιστημονικό, κοινωνικό, εκδοτικό κτλ. ίδρυμα ή οργανισμό: Επιστημονικός ~ στο Πανεπιστήμιο. Οι συνεργάτες της εγκυκλοπαίδειας / του λεξικού, οι συγγραφείς. Είναι τακτικός ~ της εφημερίδας μας. γ. για την επιτυχία ενός σκοπού: Yπήρξε στενός φίλος και ~ του Ελ. Bενιζέλου σε όλους τους εθνικούς και πολιτικούς αγώνες του. Ο δράστης δεν αποκάλυψε τους συνεργάτες του, συνεργούς. || Οι δωσίλογοι ήταν συνεργάτες των Γερμανών.
[λόγ. < αρχ. συνεργάτης `βοηθός΄ & σημδ. γαλλ. coopérateur· λόγ. συνεργά(της) -τρια· λόγ. < αρχ. συνεργάτις, αιτ. -ιδα]