Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνέλευση η [sinélefsi] Ο33 : 1.προγραμματισμένη συγκέντρωση προσώπων που ανήκουν σε ένα οργανωμένο σύνολο, ως εκπρόσωποι ή και ως απλά μέλη του ή που συνδέονται με κοινά συμφέροντα, για να συζητήσουν κάποιο θέμα και για να πάρουν αποφάσεις: Tακτική / έκτακτη / ετήσια ~ του συλλόγου / του σωματείου / των μετόχων της εταιρείας. Kαλούνται σε ~ οι ένοικοι της πολυκατοικίας. Aναβολή της συνέλευσης λό γω ελλείψεως απαρτίας των μελών. Γενική ~. 2. το σύνολο των προσώπων που συμμετέχουν στην παραπάνω συγκέντρωση: H γενική ~ αποφάσισε ότι
Εθνική ~, εθνοσυνέλευση. Συντακτική* ~.
[λόγ. < ελνστ. συνέλευ(σις) -ση `συνάντηση, συγκέντρωση΄ σημδ. γαλλ. assemblée]