Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συναξάρι το [sinaksári] Ο44 & συναξάριο το [sinaksário] Ο40 : 1.διήγηση που αναφέρεται στο βίο και στο μαρτύριο αγίου ή μάρτυρα του χριστιανισμού ή και σε άλλα θέματα σχετικά με την εκκλησιαστική ζωή. || (παρωχ.) μακριά και ανιαρή αφήγηση. 2. το βιβλίο που περιέχει την παραπάνω διήγηση.
[μσν. συναξάριον με αποφυγή της χασμ. < σύναξ(ις) -άριον (επειδή διαβαζόταν σε συγκεντρώσεις μοναχών)· λόγ. < μσν. συναξάριον]
- συναξαριστής ο [sinaksaristís] Ο7 : 1.συγγραφέας συναξαρίων. 2. Συναξαριστής, βιβλίο που περιέχει συλλογή με βίους αγίων.
[λόγ. < μσν. συναξαριστής < συναξάρ(ιον) -ιστής]