Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνάχι το [sináxi] Ο44 : φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης, που προκα λεί έκκριση παχύρρευστης βλέννας, η οποία φράζει τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς και δυσκολεύει την αναπνοή: Έχω ~. Παθαίνω εύκολα ~. Aλλεργικό ~. || χαρακτηρισμός κάθε ασήμαντης διαταραχής της υγείας: Πολύ γερός άνθρωπος, δεν έχει πάθει ούτε ένα ~. Ένα ~ να πάθει, τρέχει στο γιατρό. ΠAΡ Σαν πεθάνω από ~, φάσκελα να ΄χει η πανούκλα, για να δηλώσουμε ότι δεν έχει σημασία η σοβαρότητα της αιτίας που προκαλεί μια συμφορά, αλλά αυτή η ίδια η συμφορά.
συναχάκι το YΠΟKΟΡ πολύ ελαφρό συνάχι. [μσν. συνάχι < αρχ. συνάγχη με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την ομόηχη κατάλ. [i] ]