Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνάντηση η [sinándisi] Ο33 : 1α.το γεγονός της ταυτόχρονης παρουσίας, σε κάποιο τοπικό σημείο, δύο ή περισσότερων ατόμων που έρχονται από διαφορετικές κατευθύνσεις: Tυχαία / απρόσμενη ~. || καθορισμένη συνάντηση, συγκέντρωση: Δεν έλειψε κανένας από τη φετινή ~ της τάξης μας. β1. προσωπική επαφή ατόμων για να συζητήσουν ένα θέ μα: Είχε μια σύντομη ~ με τους συνεργάτες του. || συγκέντρωση εκπροσώπων, σε ανεπίσημο πλαίσιο: ~ κορυφής των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διεθνής ~ φοιτητών. β2. γνωριμία που είναι αποτέλεσμα μιας τυχαίας ή προκαθορισμένης συνάντησης: H συνάντησή του με τον / την (τάδε) ήταν καθοριστική για τη ζωή του. γ. (αθλ.) αγώνας μεταξύ ομάδων: Διοργάνωση αθλητικών συναντήσεων. Ποδοσφαιρική ~. 2. ένωση, επαφή δύο υλικών σωμάτων ή στοιχείων: Σημείο συνάντησης δύο δρόμων / ποταμών. || (αστρον.) η στιγμή της διασταύρωσης ή της προσέγγισης της τροχιάς δύο ή περισσότερων ουράνιων σωμάτων.
[λόγ. < αρχ. συνάντη(σις) -ση]