Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνάδελφος ο [sináδelfos] Ο20α θηλ. συνάδελφος [sináδelfos] Ο36 & συναδέλφισσα [sinaδélfisa] Ο27 & συνάδερφος ο [sináδerfos] Ο20α θηλ. συνάδερφος [sináδerfos] Ο36 & συναδέρφισσα [sinaδérfisa] Ο27 : 1.αυτός που ασκεί με κπ. άλλο το ίδιο επάγγελμα ή που κατέχει το ίδιο αξίωμα, όπως π.χ. γιατρός, δικηγόρος ή υπουργός, βουλευτής κτλ. 2. αυτός που εργάζεται με κπ. άλλο στον ίδιο τομέα ή χώρο δουλειάς: Συνεργάζομαι πολύ αρμονικά με τους συναδέλφους μου στο σχολείο / στο γραφείο / στο εργοστάσιο. || ως προσφώνηση ή ως προσωνυμία μεταξύ συμφοιτητών, μεταξύ μελών της ίδιας οργάνωσης κτλ.: Συνάδελφε! Ο ~ έχει το λόγο.
[λόγ. < μσν. συνάδελφος `μέλος εταιρείας΄, αρχ. σημ.: `που έχει αδέρφια΄ σημδ. γαλλ. confrère· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· συνάδελφ(ος) -ισσα· -ρφ-: προσαρμ. στη δημοτ. κατά το αδελφός > αδερφός]