Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνάδει [sináδi] Ρ (στο γ' πρόσ., μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) ταιριάζει, συνήθ. σε αρνητική πρόταση. ANT απάδει: H συμπεριφορά του δε ~ προς την ιδιότητα του μαθητή.
[λόγ. < αρχ. συνᾴδει]