Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συμπράττω [simbráto] Ρ αόρ. συνέπραξα, απαρέμφ. συμπράξει : συνεργάζομαι με άλλον ή με άλλους στην εκτέλεση ενός έργου ή συμμετέχω σε μια ενέργεια: Για την κατασκευή του αεροδρομίου θα συμπράξουν τρεις τεχνικές εταιρείες. Στη συναυλία θα συμπράξουν διεθνούς φήμης καλλιτέχνες. Aρνήθηκε να συμπράξει στο έγκλημα / στην υποβάθμιση της παιδείας. || συμμετέχω εκτάκτως σε καλλιτεχνική εκδήλωση.
[λόγ. < αρχ. συμπράσσω, αττ. διάλ. συμπράττω]