Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συμπιέζω [simbiézo] -ομαι Ρ2.1 : 1.ασκώ πίεση σε κτ. και ελαττώνω τον όγκο του: ~ τον αέρα / ένα αέριο. || Πρέπει να συμπιεστούν τα ρούχα για να χωρέσουν στη βαλίτσα. 2. (μτφ.) α. περιορίζω, μειώνω κτ. με την επιβολή δραστικών μεθόδων ή μέτρων: ~ τις τιμές / τις δαπάνες, τις ελαττώνω. Ο χρόνος μου είναι πολύ συμπιεσμένος, περιορισμένος. β. (συνήθ. παθ.) για ψυχολογική πίεση που ασκείται σε κπ., από διάφορες πλευρές.
[λόγ. < αρχ. συμπιέζω]