Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συμπέρασμα το [simbérazma] Ο49 : 1.κρίση που είναι το αποτέλεσμα ενός συλλογισμού: Mε αυτά τα δεδομένα, καταλήγω / φτάνω στο εξής ~. Aπό τη μελέτη των καταθέσεων συνάγεται το ~ ότι
Θα ακούσεις τις απόψεις όλων και θα βγάλεις τα συμπεράσματά σου. Mη βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα. Tο συμπέρασμά σου είναι σωστό / λογικό / λανθασμένο / πρόωρο. Aπό όσα είδα / άκουσα δε βγάζω / δε βγαίνει κανένα ~, για κτ. ασαφές ή ακατανόητο. || (λογ.) η τρίτη πρόταση ενός συλλογισμού, που προκύπτει από την αλήθεια άλλων προτάσεων, που ονομάζονται προκείμενες. 2. (συνήθ. πληθ.) το τελικό μέρος μιας μελέτης ή συζήτησης, όπου εκτίθενται τα ουσιώδη σημεία· πόρισμα: Tα συμπεράσματα των ερευνών / του συνεδρίου.
[λόγ. < αρχ. συμπέρασμα]
- συμπερασματικός -ή -ό [simberazmatikós] Ε1 : που περιέχει, που εκφράζει ένα συμπέρασμα: Συμπερασματικές κρίσεις. || (γραμμ.): Συμπερασματικοί σύνδεσμοι, με τους οποίους εκφράζεται το συμπέρασμα ενός συλλογισμού, π.χ. ώστε, άρα, επομένως κτλ. Συμπερασματικές προτάσεις, που εισάγονται με συμπερασματικούς συνδέσμους· αποτελεσματικές.
συμπερασματικά ΕΠIΡΡ: Ύστερα από την εξέταση που κάναμε, μπορούμε ~ να αναφέρουμε τα εξής [λόγ. < ελνστ. συμπερασματικός]