Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συμβουλή η [simvulí] Ο29 : γνώμη ατόμου που συνήθ. έχει γνώσεις ή εμπειρία ή είναι ειδικός σε κπ. τομέα, σχετικά με το πώς πρέπει να αντιμετωπίσει κάποιος άλλος, συνήθ. άπειρος ή μη ειδικός, μια κατάσταση: Kαλή / κακή ~. Οι συμβουλές των γονιών είναι πολύτιμες. Θα σου δώσω μια φιλική ~. Άκουσε τις συμβουλές μου! Aκολουθώ τις συμβουλές του δικηγόρου μου. Zήτησα τη ~ του γιατρού μου. Nομικές / ιατρικές / τεχνικές συμβουλές. ΦΡ (δεν) παίρνω από συμβουλές, δε δέχομαι τις γνώμες άλλων.
[λόγ. < αρχ. συμβουλή]