Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συμβίωση η [simvíosi] Ο33 : 1α.η ζωή στο ίδιο σπίτι δύο ή περισσότερων ατόμων, που συνήθ. συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς: H ~ των γονιών με τα ενήλικα παιδιά είναι συχνά δύσκολη, συγκατοίκηση. H αρμονική ~ του ζευγαριού. β. συνύπαρξη σε μια οργανωμένη κοινότητα: H ~ στις σύγχρονες πόλεις έχει γίνει προβληματική. 2. (βιολ.) συνύπαρξη δύο διαφορετικών ειδών, κατά την οποία ωφελούνται αμοιβαία.
[λόγ.: 1: ελνστ. συμβίω(σις) -ση· 2: γαλλ. symbiose (στη νέα σημ.) < ελνστ. συμβίωσις]