Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συλώ [siló] -ούμαι Ρ10.9 : 1.αφαιρώ κρυφά πολύτιμα αντικείμενα από κτ. στο οποίο οφείλεται σεβασμός: Σύλησαν τα πτώματα των νεκρών στο πεδίο της μάχης. Οι περισσότεροι αρχαίοι τάφοι είναι συλημένοι. 2. (μτφ.) λεηλατώ3.
[λόγ. < αρχ. συλῶ]