Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συλλογή
2 εγγραφές [1 - 2]
συλλογή 1 η [silojí] Ο29 : I.η ενέργεια του συλλέγω. 1. το κόψιμο ή η απόσπαση καρπών από δέντρο ή φυτό: H ~ της ελιάς / του βαμβακιού, μάζε μα. 2α. συγκέντρωση μιας ουσίας, ενός υλικού σε δοχείο, συσκευή κτλ.: H ~ του βρόχινου νερού σε στέρνες. β. συγκέντρωση υλικών αγαθών από συνεισφορές: ~ χρημάτων / βιβλίων για τις σχολικές βιβλιοθήκες. γ. συγκέντρωση ομοειδών αντικειμένων που έχουν καλλιτεχνική ή επιστημονι κή αξία ή που αποκτούν αξία από τη σπανιότητά τους ή από λόγους προσωπικού ενδιαφέροντος: Aσχολείται με τη ~ έργων τέχνης. Kάνει ~ από σπάνια βιβλία. 3. συγκέντρωση στοιχείων: ~ πληροφοριών. ~ και ταξινόμηση ιστορικού / γλωσσικού υλικού. II. το αποτέλεσμα του συλλέγω. 1. το σύνολο των συγκεντρωμένων αντικειμένων που είναι προϊόν της συλλογήςI2γ: Δημόσια / ιδιωτική ~ ζωγραφικών πινάκων / έργων τέχνης. Έχει μια σπάνια ~ νομισμάτων. 2. βιβλίο όπου είναι συγκεντρωμένα λογοτεχνικά ή επιστημονικά έργα, έγγραφα κτλ.: ~ ποιημάτων / διηγημάτων / αρχαίων επιγραφών. Ποιητική ~. ~ νόμων, κώδικας. 3α. ποικιλία σε εμπορεύματα του ίδιου ή διαφορετικού είδους: Tο κατάστημά μας διαθέτει πλούσια ~ δώρων / βαφτιστικών / επίπλων. β. (παρωχ.) κολεξιόν.

[λόγ. < αρχ. συλλογή `συγκέντρωση΄ σημδ. γαλλ. collection]

συλλογή 2 η : σκέψη που απασχολεί κπ. επίμονα, συνήθ. στις εκφράσεις πέφτω / βυθίζομαι σε ~. βάζω κπ. σε ~.

[ελνστ. συλλογή `συγκέντρωση στις σκέψεις΄, αρχ. σημ.: δες στο συλλογή 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες