Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συλλέγω [siléγo] -ομαι Ρ αόρ. συνέλεξα, απαρέμφ. συλλέξει, παθ. αόρ. συλλέχτηκα, απαρέμφ. συλλεχτεί και συλλεγεί : ΣYN μαζεύω. 1. (λόγ.) α. κόβω ή αποσπώ με κάποιον άλλο τρόπο τους καρπούς από ένα δέντρο ή από ένα φυτό και τους συγκεντρώνω. β. αφήνω κτ. να συγκεντρωθεί σε έναν ορισμένο χώρο, με σκοπό να το χρησιμοποιήσω όταν το χρειαστώ: Στέρνες όπου συλλέγονται τα νερά της βροχής. 2. συγκεντρώνω στοιχεία από διάφορες πηγές: H αστυνομία συλλέγει πληροφορίες για τη δραστηριότητα ύποπτων ατόμων. 3. κάνω συλλογή ομοειδών αντικειμένων που παρουσιάζουν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον: Συλλέγει αρχαία νομίσματα.
[λόγ.: 1α: αρχ. συλλέγω· 1β, 2: σημδ. γαλλ. recueillir· 3: σημδ. γαλλ. colectionner]