Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συγκυρία η [singiría] Ο25 : η κατάσταση που προκύπτει από τη σύμπτωση γεγονότων ή περιστάσεων σε μια ορισμένη χρονική περίοδο: Στην παρούσα πολιτική ~ δεν υπάρχουν πολλές λύσεις. H ιστορική ~ διαμόρφωσε πολλά από τα σημερινά κράτη. H διεθνής ~ είναι ευνοϊκή για τη λύση του κυπριακού. || οικονομική ~, το σύνολο των οικονομικών φαινομένων που επηρεάζουν την παραγωγή σε ένα συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και τα οποία δε θεωρούνται μόνο στατικά αλλά και δυναμικά. (λόγ. έκφρ.) κατά ~, κατά τύχη.
[λόγ. < αρχ. συγκυρία]
- συγκυριακός -ή -ό [singiriakós] Ε1 : που έχει σχέση με τη συγκυρία: Ένας συνδυασμός ιστορικών και συγκυριακών στοιχείων οδήγησε στην έκρηξη της επανάστασης. H συνεργασία των δύο κομμάτων έχει συγκυριακό χαρακτήρα.
συγκυριακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. συγκυρί(α) -ακός]
- συγκυριαρχία η [singiriar
ía] Ο25 : δικαίωμα κυριαρχίας που ασκείται σε μια χώρα ή σε μια περιοχή από δύο ή περισσότερα κράτη. [λόγ. συγ- (δες συν-) κυριαρχία μτφρδ. αγγλ. condominium < νλατ. condominium]
- συγκυρίαρχος -η -ο [singiríarxos] Ε5 : που έχει τη συγκυριαρχία μιας χώρας ή μιας περιοχής, και ως ουσ. ο συγκυρίαρχος.
[λόγ. συγκυριαρχ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]