Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συγγενής ο [singenís] Ο22 θηλ. συγγενής [singenís] Ο (βλ. Ε10) & (προφ., οικ.) συγγένισσα [singénisa] Ο27 : αυτός που συνδέεται με κπ. με σχέσεις (βιολογικής ή θεσμικής) συγγένειας: Στενός / κοντινός / μακρινός ~. Έχει καλούς / πλούσιους συγγενείς. ~ πρώτου / δεύτερου / τρίτου βαθμού. Πή γε να επισκεφθεί τους συγγενείς του. Ειδοποιήθηκαν οι πλησιέστεροι συγ γενείς του νεκρού. ΦΡ φτωχός ~: α. για κπ. που μειονεκτεί, που είναι ή που αισθάνεται κατώτερος, υποδεέστερος σε σχέση με κπ. άλλο. β. για κτ. που μειονεκτεί, που είναι κατώτερο, υποδεέστερο σε σχέση με κτ. άλ λο.
[αρχ. συγγενής· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· ελνστ. συγγένισσα]
- συγγενής -ής -ές [singenís] Ε10 : που έχει κοινή προέλευση ή κοινά χαρακτηριστικά με κπ. άλλο· συγγενικός: Συγγενείς επιστήμες / γλώσσες / ιδεολογίες / απόψεις. || (ιατρ.) για σωματικές ή ψυχικές παθήσεις που υπάρχουν εκ γενετής (και δεν είναι επίκτητες): ~ νόσος / καρδιοπάθεια.
[λόγ. < αρχ. συγγενής]