Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στωικός -ή -ό [stoikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στη φιλοσοφική σχολή (στοά) του Zήνωνα ή στους οπαδούς του: Στωική σχολή / φιλοσοφία / διδασκαλία. Στωικοί φιλόσοφοι. || (ως ουσ.) οι στωικοί, οι οπαδοί του στωικισμού, οι στωικοί φιλόσοφοι. 2. που η στάση του, η συμπερι φορά του χαρακτηρίζεται από ηρεμία, αταραξία, απάθεια: Aντιμετωπίζει τα πάντα με στωική αταραξία.
στωικά ΕΠIΡΡ: Yπέμενε ~ χωρίς να διαμαρτύρεται. [λόγ.: 1: ελνστ. Στωικός (επειδή ο ιδρυτής της σχολής ?ήνωνας συνήθιζε να διδάσκει σε μία στοά)· 2: σημδ. γαλλ. stoique < λατ. stoicus < ελνστ. στωικός]