Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στρωματσάδα η [stromatsáδa] Ο26 : κατάκλιση, ύπνος επάνω σε (πρόχειρο) στρώμα και απευθείας στο δάπεδο, κυρίως ως επίρρημα: Kοιμηθήκαμε ~.
[βεν. stramazzada `ομαδικό ξάπλωμα σε ένα κρεβάτι΄ παρετυμ. στρώμα]