Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στροβοσκόπιο το [strovoskópio] Ο40 : συσκευή με την οποία εξετάζεται η περιοδική κίνηση (κυρ. περιστροφή ή δόνηση) ενός σώματος μέσο του φωτισμού του με βραχείας διάρκειας αναλαμπές ορισμένης συχνότητας: Πικάπ με ~.
[λόγ. < γαλλ. stroboscope < αρχ. στρόβο(ς) + -scope = -σκόπιο]