Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στροβοσκόπιο
1 εγγραφή
στροβοσκόπιο το [strovoskópio] Ο40 : συσκευή με την οποία εξετάζεται η περιοδική κίνηση (κυρ. περιστροφή ή δόνηση) ενός σώματος μέσο του φωτισμού του με βραχείας διάρκειας αναλαμπές ορισμένης συχνότητας: Πικάπ με ~.

[λόγ. < γαλλ. stroboscope < αρχ. στρόβο(ς) + -scope = -σκόπιο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες