Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στρες το [strés] Ο (άκλ.) : υψηλή ένταση, επιβάρυνση σωματικής ή και ψυχικής μορφής, που προκαλεί συγκεκριμένες αντιδράσεις και μπορεί να οδηγήσει σε βλάβες της υγείας: Σωματικό / ψυχικό ~. Tο ~ της δουλειάς / της οδήγησης / των εξετάσεων. Είμαι / βρίσκομαι σε συνεχές / ισχυρό / καθημερινό ~. Tο ~ της ζωής σε μια μεγάλη πόλη.
[λόγ. < αγγλ. stress]
- στρεσάρισμα το [stresárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στρεσάρω: Tο ~ της δουλειάς / των εξετάσεων.
[στρεσάρ(ω) -ισμα]
- στρεσάρω [stresáro] -ομαι Ρ6 : προκαλώ στρες, υποβάλλω κπ. σε στρες: H οδήγηση μέσα στην πόλη με στρεσάρει.
[στρες -άρω]