Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στρεπτόκοκκος ο [streptókokos] Ο20α : (ιατρ.) γένος σφαιρικών βακτηρίων που προκαλούν μολυσματικές αρρώστιες σε ανθρώπους και ζώα.
[λόγ. < γαλλ. streptocoque < αρχ. στρεπτό(ς) + αρχ. κόκκος]